Τρίτη 21 Ιουνίου 2016

Αγ.Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου: Περί της Ανάστασης



ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
 Τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν
Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου.

Καί πῶς εἶναι ἤ πῶς γίνεται μέσα μας ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί μέ αὐτήν ἡ ἀνάσταση τῆς ψυχῆς. Ἐπίσης ποιό εἶναι τό μυστήριο αὐτῆς τῆς ἀναστάσεως. Λέχθηκε μετά τό Πάσχα, τή Δευτέρα τῆς δευτέρας ἑβδομάδος τοῦ Πάσχα.
1. Ἀδελφοί καί πατέρες, ἤδη τό Πάσχα, ἡ χαρμόσυνη ἡμέρα, πού προκαλεῖ κάθε εὐφροσύνη καί εὐτυχία, καθώς ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἔρχεται τήν ἴδια ἐποχή τοῦ χρόνου πάντοτε, ἤ καλύτερα γίνεται κάθε ἡμέρα καί συνεχῶς μέσα σ᾿ αὐτούς πού γνωρίζουν τό μυστήριό της, ἀφοῦ γέμισε τίς καρδιές μας ἀπό κάθε χαρά καί ἀνεκλάλητη ἀγαλλίαση (Λουκ. 1, 14), ἀφοῦ ἔλυσε μαζί καί τόν κόπο ἀπό τήν πάνσεπτη νηστεία ἤ, γιά νά πῶ καλύτερα, ἀφοῦ τελειοποίησε καί συγχρόνως παρηγόρησε τίς ψυχές μας, γι᾿ αὐτό καί μᾶς προσκάλεσε ὅλους μαζί τούς πιστούς, ὅπως βλέπετε, σέ ἀνάπαυση καί εὐχαριστία, πέρασε. Ἄς εὐχαριστήσουμε λοιπόν τόν Κύριο, πού μᾶς διαπέρασε ἀπό τό πέλαγος (Σοφ. Σολ. 10, 18) τῆς νηστείας καί μᾶς ὁδήγησε μέ εὐθυμία στόν λιμένα τῆς ἀναστάσεώς Του. Ἄς τόν εὐχαριστήσουμε καί ὅσοι περάσαμε τό δρόμο τῆς νηστείας μέ θερμή πρόθεση καί ἀγῶνες ἀρετῆς, καί ὅσοι ἀσθένησαν στό μεταξύ ἀπό ἀδιαφορία καί ἀσθένεια ψυχῆς, ἐπειδή ὁ ἴδιος εἶναι πού δίνει μέ τό παραπάνω τά στεφάνια καί τούς ἄξιους μισθούς τῶν ἔργων τους σ᾿ ἐκείνους πού ἀγωνίζονται, καί πάλι αὐτός εἶναι πού ἀπονέμει τή συγγνώμη στούς ἀσθενέστερους ὡς ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος. Διότι βλέπει πολύ περισσότερο τίς διαθέσεις τῶν ψυχῶν μας καί τίς προαιρέσεις, παρά τούς κόπους τοῦ σώματος, μέ τούς ὁποίους γυμνάζομε τούς ἑαυτούς μας στήν ἀρετή, ἤ ἐπαυξάνοντας τήν ἄσκηση λόγω τῆς προθυμίας τῆς ψυχῆς ἤ ἐλαττώνοντας αὐτήν ἀπό τά σπουδαῖα ἐξ αἰτίας τοῦ σώματος, καί σύμφωνα μέ τίς προθέσεις μας ἀνταποδίδει τά βραβεῖα καί τά χαρίσματα τοῦ Πνεύματος στόν καθένα, κάμνοντας κάποιον ἀπό τούς ἀγωνιζόμενους περίφημο καί ἔνδοξο ἤ ἀφήνοντάς τον ταπεινό καί ἔχοντα ἀκόμη ἀνάγκη ἀπό κοπιαστικότερη κάθαρση.
2. Ἀλλά ἄς δοῦμε, ἐάν νομίζετε, καί ἄς ἐξετάσομε καλῶς, ποιό εἶναι τό μυστήριο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ μας, τό ὁποῖο γίνεται μυστικῶς πάντοτε σέ ἐμᾶς πού θέλομε, καί πῶς μέσα μας ὁ Χριστός θάπτεται σάν σέ μνῆμα, καί πῶς ἀφοῦ ἑνωθεῖ μέ τίς ψυχές, πάλι ἀνασταίνεται, συνανασταίνοντας μαζί του καί ἐμᾶς. Αὐτός εἶναι καί ὁ σκοπός τοῦ λόγου.
3. Ὁ Χριστός καί Θεός μας, ἀφοῦ ὑψώθηκε στό σταυρό καί κάρφωσε (Κολ. 2, 14) σ᾿ αὐτόν τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου (Ἰω. 1, 25) καί γεύτηκε τό θάνατο (Ἐβρ. 2, 9), κατῆλθε στά κατώτατα μέρη τοῦ ἅδη (Ἐφ. 4, 9, Ψαλ. 85, 13). Ὅπως λοιπόν ὅταν ἀνῆλθε πάλι ἀπό τόν ἅδη εἰσῆλθε στό ἄχραντό Του σῶμα, ἀπό τό ὁποῖο ὅταν κατῆλθε ἐκεῖ δέν χωρίσθηκε καθόλου, καί ἀμέσως ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς καί μετά ἀπ᾿ αὐτό ἀνῆλθε στούς οὐρανούς μέ δόξα πολλή καί δύναμη (Ματθ. 24, 30, Λουκ. 21, 27), ἔτσι καί τώρα, ὅταν ἐξερχόμαστε ἐμεῖς ἀπό τόν κόσμο καί εἰσερχόμαστε μέ τήν ἐξομοίωση (Ρωμ. 6, 5, Β´ Κορ. 1, 5, Φιλ. 3, 10) τῶν παθημάτων τοῦ Κυρίου στό μνῆμα τῆς μετάνοιας καί ταπεινώσεως, αὐτός ὁ ἴδιος, κατερχόμενος ἀπό τούς οὐρανούς, εἰσέρχεται σάν σέ τάφο μέσα στό σῶμα μας καί, ἑνούμενος μέ τίς δικές μας ψυχές, τίς ἀνασταίνει, ἀφοῦ αὐτές ἦταν ὁμολογουμένως νεκρές, καί τότε δίνει τή δυνατότητα, σ᾿ αὐτόν πού ἀναστήθηκε ἔτσι μαζί μέ τόν Χριστό, νά βλέπει τή δόξα τῆς μυστικῆς του ἀναστάσεως.
4. Ἀνάσταση λοιπόν τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ δική μας ἀνάσταση, πού βρισκόμαστε κάτω πεσμένοι. Διότι ἐκεῖνος, ἀφοῦ ποτέ δέν ἔπεσε στήν ἁμαρτία (Ἰω. 8, 46, Ἐβρ. 4, 15. 7, 26), ὅπως ἔχει γραφεῖ, οὔτε ἀλλοιώθηκε καθόλου ἡ δόξα του, πῶς θ᾿ ἀναστηθεῖ ποτέ ἤ θά δοξασθεῖ, αὐτός πού εἶναι πάντοτε ὑπερδοξασμένος καί πού διαμένει ἐπίσης πάνω ἀπό κάθε ἀρχή καί ἐξουσία (Ἐφ. 1, 21); Ἀνάσταση καί δόξα τοῦ Χριστοῦ εἶναι, ὅπως ἔχει λεχθεῖ, ἡ δική μας δόξα, πού γίνεται μέσα μας μέ τήν ἀνάστασή Του, καί δείχνεται καί ὁρᾶται ἀπό ἐμᾶς. Διότι ἀπό τή στιγμή πού ἔκανε δικά του τά δικά μας, ὅσα κάμνει μέσα μας αὐτός, αὐτά ἀναγράφονται σ᾿ αὐτόν. Ἀνάσταση λοιπόν τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἕνωση τῆς ζωῆς. Διότι, ὅπως τό νεκρό σῶμα οὔτε λέγεται ὅτι ζεῖ οὔτε μπορεῖ νά ζεῖ, ἐάν δέν δεχθεῖ μέσα του τή ζωντανή ψυχή καί ἑνωθεῖ μέ αὐτήν χωρίς νά συγχέεται, ἔτσι οὔτε ἡ ψυχή μόνη της καί καθ᾿ ἑαυτήν μπορεῖ νά ζεῖ, ἐάν δέν ἑνωθεῖ μυστικῶς καί ἀσυγχύτως μέ τόν Θεό, πού εἶναι ἡ πραγματικά αἰώνια ζωή (Α´ Ἰω. 5, 20). Διότι πρίν ἀπό αὐτή τήν ἕνωση ὡς πρός τή γνώση καί ὅραση καί αἴσθηση εἶναι νεκρή, ἄν καί νοερά ὑπάρχει καί εἶναι ὡς πρός τή φύση ἀθάνατη. Διότι δέν ὑπάρχει γνώση χωρίς ὅραση, οὔτε ὅραση δίχως αἴσθηση.

ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΛΟΓΟΣ 49ος


ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
ΛΟΓΟΣ 49ος
Περί γνώσεως πνευματικής, και ότι ο θησαυρός του Πνεύματος είναι κρυμμένος μέσα εις το γράμμα της θείας Γραφής, και δεν είναι εις όλους φανερός, αλλά εις εκείνους όπου απόκτησαν μέσα εις την ψυχήν τους την χάριν του Αγίου Πνεύματος.
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com

    Η πνευματική γνώσις ομοιάζει με ένα σπήτι όπου να είναι φτιασμένον ανάμεσα εις την ελληνικήν, και κοσμικήν γνώσιν, εις το οποίον σπήτι ευρίκεται ωσάν ένα σεντούκι καλά σφαλισμένον, η γνώσις των θείων γραφών, και ο ανεκδιήγητος πλούτος όπου ευρίσκεται θησαυρισμένος μέσα εις την γνώσιν των γραφών, ήγουν η θεία χάρις τον οποίον πλούτον δεν είναι δυνατόν να τον ίδουν εκείνοι όπου εμβαίνουν εις το σπήτι, ανίσως δεν ανοιχθή εις αυτούς το σεντούκι. Άλλα το σεντούκι δεν είναι δυνατόν να ανοιχθή ποτέ με ανθρωπίνην σοφίαν όθεν και όλοι οι άνθρωποι όπου φρονούν τα του κόσμου, δεν γνωρίζουν τον πνευματικόν θησαυρόν όπου είναι μέσα εις το σεντούκι της πνευματικής γνώσεως. Και καθώς, αν ασυκώση τινάς αυτό το σεντούκι εις τον ώμον του, δεν δύναται να ιδή τον θησαυρόν όπου είναι μέσα εις αυτό, έτζι και αν αναγνώση, και αποστηθίση τινάς όλας τας θείας γραφάς, και αν τας διαβάζη όλας, ωσάν ένα ψαλμόν, δεν δύναται να καταλάβη την χάριν του Αγίου Πνεύματος όπου είναι κρυμμένη μέσα εις αυτάς.
Ότι ούτε εκείνα όπου είναι μέσα εις το σεντούκι, είναι δυνατόν να φανερω­θούν δια μέσου του σεντουκίου, ούτε εκείνα όπου είναι κρυμμένα εις τας θείας γραφάς, δύνανται να φανερωθούν δια μέσου των γραφών. Και με τι τρόπον; άκουσον. Υπόθεσαι πως βλέπεις ένα σεν­τούκι μικρόν καλά σφαλισμένον όλουθεν, και ό­σον από το βάρος, και από την ευμορφίαν όπου βλέπεις άπ' έξω, νομίζεις, ή και μαθαίνεις από άλλους, πως έχει μέσα θυσαυρόν, το οποίον υπό­θεσαι, πως το πέρνεις εις τον ώμον σου, και φεύ­γεις, όσον ημπορείς. Άλλα τι το όφελος, εις ε­σένα, αν το έχης πάντοτε σφαλισμένον, και δεν το ανοίξης, ουδέ ιδής καμμίαν φοράν εις όλην σου την ζωήν τον θησαυρόν εκείνον, ούτε την λαμπρότητα όπου έχουν τα πολύτιμα πετράδια, και τα μαργαριτάρια, και το χρυσάφι όπου είναι εκεί μέσα; τι το όφελος εις εσένα, αν δεν αξιωθής να λάβης καν ολίγον τι από τον θησαυρόν εκείνον, και να αγοράσης τροφάς, ή ενδύματα, αλλά το φυλάττεις, ως είπομεν, εις όλην σου την ζωήν σφαλισμένον, και βουλλωμένον, γεμάτον από πολύν, και πολύτιμον θησαυρόν, και εσύ αποθαίνεις από την πείναν, και δίψαν, και γυμνότητα; Βέβαια δεν λαμβάνεις κανένα όφελος.
Αυτά τα ίδια νόμιζε, αδελφέ μου, πως γίνονται και εις τα Πνευματικά, ωσάν να είπουμεν. Σεντούκι εί­ναι το Ευαγγέλιον του Χριστού, και αι λοιπαί θείαι Γραφαί όπου έχουν μέσα τους σφαλισμένην την αιώνιον ζωήν, και μαζή με αυτήν, τα ανεκλάλητα, και αιώνια αγαθά, καθώς λέγει ο Χρι­στός. «Ερευνάτε τας γραφάς, ότι εν αυταίς εστίν η ζωή η αιώνιος». Άνθρωπος δε όπου ασυκώνει το σεντούκι, υπόθεσαι, πως είναι εκείνος ό­που αποστηθίσει όλας τας θείας γραφάς, και τας έχει πάντοτε εις το στόμα του, και τας φυλάττει μέσα εις το ενθυμητικόν της ψυχής του, ωσάν εις σεντούκι, όπου να έχη μέσα, ωσάν πετράδια πολύτιμα, τας εντολάς του Θεού, εις τας οποίας ευρίσκεται η αιώνιος ζωή ότι οι λόγοι του Χριστού είναι φως, και ζωή, καθώς το λέ­γει ο ίδιος, «ο απειθών τω Υιώ ουκ όψεται την ζωήν» και μαζή με τας εντολάς του Θεού να έχη και τας αρετάς, ωσάν μαργαριτάρια, ότι από τας εντολάς γίνονται αι αρεταί, και από τας αρετάς φανερώνονται τα μυστήρια όπου είναι σκε­πασμένα, και κρυμμένα μέσα εις το γράμμα. Ότι τότε κάμνει τινάς τας αρετάς, όταν φυλάττη τας εντολάς του Θεού˙ και τότε πάλιν φυλάττει τας εντολάς, όταν κάνη τας αρετάς· και δια μέσου των αρετών, και εντολών ανοίγεται η θύρα της γνώσεως εις ημάς. Και δια να ειπώ καλλίτερα, ανοίγεται δια του Ιησού Χριστού όπου είπεν. «Ο αγαπών με τας εντολάς μου τηρήσει, και ο Πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και εγώ εμφανίσω αυτώ εμαυτόν». Όταν λοιπόν κατοικήση μέσα μας ο Θεός, και φανερώση τον εαυτόν του γνω­στόν εις ημάς, τότε βλέπομεν και γνωστώς, ήγουν γνωρίζομεν εμπράκτως εκείνα τα θεια μυ­στήρια όπου είναι κρυμμένα μέσα εις τας θείας γραφάς.

ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΛΟΓΟΣ 7ος: Η ΕΝΔΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΥΕΡΓΕΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ




ΛΟΓΟΣ ΕΒΔΟΜΟΣ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ.
Η ΕΝΔΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΥΕΡΓΕΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

 α.   Ότι δια την υπερβολικήν αγάπην όπου έχει ο Θεός εις τους ανθρώπους έβαλεν αυτούς εις πολλά, και διάφορα περιστατικά.
β'.  Και ότι η ένδεια είναι η ευεργεσία του Αγίου Θεού.
γ'.  Και ότι εκείνος οπού φεύγει την ένδειαν, αποβάλλει τον χριστιανισμόν, και δεν θέλει να είναι χριστιανός.
δ'.  Και ότι ανάγκη είναι να έχουν οι χριστιανοί θλίψεις και βάσανα.

       Α’. Ο Θεός ο φιλάνθρωπος εσυγχώρησε να περικυκλώσουν τον άνθρωπον, άφ' ου εξέπεσεν από την χάριν του, φόβοι πολ­λοί, και διάφορα περιστατικά, και θλίψεις, και βάσανα. Και τον άφησε να ενοχλήται, και να ταράττεται από όλα τα μέρη, και να πολεμήται από τον ίδιον τον εαυτόν του. Η δε αιτία όπου το έκαμεν αυτό, είναι θαυμαστή, και γεμάτη από αγάπην, και αγαθότητα. Ότι καθώς ένας υπέρπλουτος άνθρωπος όπου να έχη υιόν αγαπητόν, και δια την πολλήν αγάπην όπου έχει εις αυτόν, δεν θέλει να ευρίσκη, ή να πέρνη άλλοθεν ο υιός του, μήτε φαγητά, μήτε πιοτά, μήτε φορέματα, μήτε υποδήματα, μήτε καμμίαν άλλην απόλαυσιν, και άνεσιν, αλλά θέλει να λαμβάνη όλα αυτά από τον πατέρα του μόνον, δια να ευρίσκεται πάντοτε κοντά του, και να ανα­παύεται εις τα γόνατά του.
 Και αν ίσως καμμίαν φοράν συμβή να φύγη από τον πατέρα του ο υιός, και θελήση να πάρη από άλλον όλα του τα χρειαζόμενα, κάνει τρόπον ο πατήρ του, ή να μη τα ευρίσκη τελείως ο υιός του, ή αν τα ευρίσκη να τα λαμβάνη με κόπον, και πόνον, και θλίψιν. Μάλιστα παραγγέλλει ο πατήρ όλους όσοι είναι εις την εξουσίαν του, εάν ίδουν τον υιόν του όπου να περιπατή εδώ και εκεί μακριά από τον πατέρα του, να τον διώχνουν, και να τον λυπούν εις κάθε πράγμα, δια να γυρίση εξ ανάγκης, και μη θέλωντας εις τον πατέρα του, και να αναπαύετε εις αυτόν όπου τον ηγάπησε πολλά, μη ευρίσκωντας την ανάπαυσίν του εις άλλο μέρος.
 Τοιουτωτρόπως έκαμε και ο Θεός εις τον άνθρωπον, δια να μην ευρίσκη ανάπαυ­σιν εις την παρούσαν ζωήν, και εις τα πράγματα του κόσμου, (ότι όλα αυτά είναι ματαιότης) και να αναγκάζεται να γυρίζη πάλιν προς τον αγαθόν Θεόν, και κύριον, και δεσπότην, και πατέρα, και προνοητήν, και κηδεμόνα, και λυτρωτήν, και σωτήρα του, και να ευρίσκε­ται κοντά του. Ώστε και αυτός ο άνθρωπος να ευρίσκη ανάπαυσιν, και ο Θεός, και πατήρ του να απολαμβάνη πάντοτε τον υιόν του, και να χαί­ρεται εις ούτον.
 Ότι ο άνθρωπος πριν της παρα­βάσεως ήτον εις κάθε ευτυχίαν, και είχε μεγάλην ανάπαυσιν, και εχαίρετο μέσα εις τον παράδεισον,  χωρίς καμμίαν θλίψιν, και λύπην, και μήτε ίξευρε παντελώς τι πράγμα είναι η λύπη. Όμως από την απροσεξίαν όπου είχε δια την μεγάλην ευτυχίαν του, ήλθεν εις επιθυμίαν να απολαύση εκείνα όπου ήσαν ανώτερα από λόγου του, και υπέρ την δύναμίν του, και ηθέλησε να γένη Θεός κατά την συμβουλήν του διαβόλου.
 Δια τούτο παρευθύς, όπου ηθέλησε να επιχειρισθή τα αδύνατα, έχασεν εκείνην την μεγάλην ευτυχίαν, και ανάπαυσιν όπου είχε, και έγινεν ενδεής εις πολλά, και όσην πλουσιότητα είχε πρώτον, εις άλλην τόσην ένδειαν, και πτωχείαν εκατήντησεν ύστερον, και έλαβε την παίδευσιν της υπερηφανίας, από την οποίαν επαρακινήθη, και αυθαδίασε να επιχειρισθή εκείνο το μεγάλον, και τολμηρόν επιχείρημα. Ότι τρόπον τινά ωσάν να εχόρτασεν από την ευτυχίαν εκείνην όπου του εχάρισεν ο Θεός, και την εκαταφρόνησε πλέον, και ηθέλησε το ανώτερον.

Αγ.Συμεών του νέου θεολόγου: Περί των τριών τρόπων της προσευχής



 
Περί των τριών τρόπων της προσευχής
Αγίου Συμεών νέου Θεολόγου
 
     Τρεις είναι οι τρόποι της προσοχής και της προσευχής, με τους οποίους η ψυχή ή υψώνεται ή γκρεμίζεται· υψώνεται όταν τους μεταχειρίζεται σε κατάλληλο καιρό, γκρεμίζεται όταν τους κατέχει παράκαιρα και ανόητα. Η νήψη λοιπόν και η προσευχή είναι δεμένες όπως η ψυχή με το σώμα και η μία χωρίς την άλλη δεν μπορεί να σταθεί. Αυτά τα δύο συνδέονται μεταξύ τους με δύο τρόπους. Πρώτα η νήψη αντιστέκεται στην αμαρτία, σαν εμπροσθοφυλακή, και κατόπιν ακολουθεί η προσευχή, η οποία θανατώνει παρευθύς και αφανίζει όλους εκείνους τους αισχρούς λογισμούς που εξουδετέρωσε πρωτύτερα η προσοχή· γιατί αυτή μόνη της δεν μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο. Αυτή η δυάδα, δηλαδή η προσοχή και η προσευχή, είναι η πύλη της ζωής και του θανάτου, κι όταν με τη νήψη φυλάγομε καθαρή την προσευχή, βελτιωνόμαστε, ενώ όταν δεν προσέχομε και τη μολύνομε και τη διαφθείρομε, αυξανόμαστε στην κακία. Επειδή λοιπόν, όπως είπαμε, οι τρόποι της προσοχής και προσευχής είναι τρεις, πρέπει να πούμε και τα ιδιώματα του κάθε τρόπου ώστε, όποιος θέλει να βρει τη ζωή και να εργαστεί, να βεβαιωθεί από αυτές τις τρεις ξεχωριστές καταστάσεις και να διαλέξει το καλύτερο, και όχι από άγνοια να κρατήσει το χειρότερο και να διωχθεί έτσι από το καλύτερο.
Περί της πρώτης προσευχής

Της πρώτης προσευχής τα ιδιώματα είναι τα εξής. Όταν κανείς στέκεται σε προσευχή και σηκώνει στον ουρανό τα χέρια και τα μάτια και το νου του και σχηματίζει ο νους του θεία νοήματα και ουράνια κάλλη, ταξιαρχίες Αγγέλων και κατοικητήρια Αγίων και γενικά, όλα όσα άκουσε από τις Γραφές, αυτά στον καιρό της προσευχής τα συναθροίζει στο νου του και παρακινεί την ψυχή του σε θείο πόθο, ατενίζοντας σταθερά στον ουρανό, και μερικές φορές χύνοντας και δάκρυα από τα μάτια του, με αυτό τον τρόπο λίγο-λίγο υπερηφανεύεται η καρδιά του και επαίρεται, και του φαίνεται πως αυτά που γίνονται είναι από χάρη θεϊκή προς παρηγοριά του, κι εύχεται να βρίσκεται πάντοτε σε τέτοια εργασία.
Όλα αυτά είναι σημάδια της πλάνης, γιατί το καλό δεν είναι καλό, όταν δε γίνει με τρόπο καλό. Αν λοιπόν ένας τέτοιος άνθρωπος αποσυρθεί σε άκρα ησυχία, είναι αδύνατο να μην τρελαθεί· κι αν τύχει να μην πάθει κάτι τέτοιο, όμως είναι αδύνατο να αποκτήσει τις αρετές ή να φτάσει στην απάθεια. Με τούτο τον τρόπο πλανήθηκαν κι εκείνοι που βλέπουν φως αισθητά και νιώθουν κάποιες ευωδίες με την όσφρησή τους κι ακούνε φωνές κι άλλα πολλά παρόμοια. Και άλλοι από αυτούς δαιμονίστηκαν και γυρίζουν έξαλλοι από τόπο σε τόπο και από χώρα σε χώρα· άλλοι πάλι δεν κατάλαβαν αυτόν που μετασχηματίζεται σε άγγελο φωτός και πλανήθηκαν με το να τον δεχτούν κι έμειναν στο εξής αδιόρθωτοι ως το τέλος, χωρίς να δέχονται καμία συμβουλή από ανθρώπους. Άλλοι από αυτούς παρακινήθηκαν από το διάβολο που τους απάτησε και σκοτώθηκαν μόνοι τους, άλλοι δηλαδή γκρεμίστηκαν κι άλλοι κρεμάστηκαν. Και ποιος μπορεί να διηγηθεί όλες τις διάφορες μορφές της απάτης του διαβόλου; Πλην από αυτά που είπαμε, κάθε φρόνιμος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει ποιο είναι το κέρδος από τον πρώτο τρόπο της προσοχής. Κι αν τύχει κανείς να μην πάθει αυτά που είπαμε, επειδή βρίσκεται μαζί με άλλους (γιατί αυτά τα παθαίνουν οι αναχωρητές που είναι μόνοι τους), όμως περνά όλη του τη ζωή απρόκοπος.

 
Περί της δεύτερης προσευχής

Η δεύτερη προσευχή είναι η εξής. Όταν ο νους συνάγει τον εαυτό του από όλα τα αισθητά και φυλάγεται από τις εξωτερικές αισθήσεις και συνάγει όλους τους λογισμούς, αλλά χωρίς να το καταλαβαίνει πορεύεται μάταια· και πότε εξετάζει τους λογισμούς του, πότε προσέχει στα λόγια της ικεσίας που λέει προς το Θεό· κι άλλοτε επαναφέρει στον εαυτό του τους λογισμούς που αιχμαλωτίστηκαν, ενώ άλλοτε, αφού κυριεύθηκε ο ίδιος από κάποιο πάθος, αρχίζει πάλι με βία να επιστρέφει στον εαυτό του. Έχοντας τούτο τον πόλεμο, δεν είναι δυνατό να ειρηνέψει αυτός ποτέ ή να λάβει το στέφανο της νίκης.
Γιατί ο τέτοιος άνθρωπος μοιάζει μ' εκείνον που κάνει πόλεμο μέσα στη νύχτα, ο οποίος ακούει τις φωνές των εχθρών και δέχεται πληγές από αυτούς, μα δεν μπορεί να δει καθαρά ποιοι είναι και από πού ήρθαν και πώς και γιατί τον πληγώνουν, επειδή το σκότος που έχει στο νου του προξενεί αυτή τη ζημία, και δεν είναι δυνατό ποτέ να γλυτώσει όποιος κάνει αυτόν τον πόλεμο από τους νοητούς εχθρούς του που τον συντρίβουν. Και υπομένει τον κόπο, αλλά χάνει το μισθό. Αλλά και εξαπατάται από την κενοδοξία, χωρίς να το καταλαβαίνει, και του φαίνεται πως είναι τάχα προσεκτικός· και καθώς κυριεύεται και εμπαίζεται από αυτή, συχνά καταφρονεί από υπερηφάνεια τους άλλους και τους κατηγορεί ως απρόσεκτους και συστήνει τον εαυτό του ως ποιμένα προβάτων, μοιάζοντας με τυφλό που υπόσχεται να οδηγεί άλλους τυφλούς.
Τούτος είναι ο δεύτερος τρόπος της προσευχής κι από αυτά μπορεί ο φιλόπονος να μάθει τη ζημία που προξενεί. Όμως η δεύτερη προσευχή είναι καλύτερη από την πρώτη, όπως η νύχτα με πανσέληνο από τη νύχτα χωρίς άστρα και φεγγάρι.

Αγ. Συμεών νέου θεολόγου: Λόγος 52ος


ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

ΛΟΓΟΣ
ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΟΣ Β'


Ποία είναι τα άρρητα ρήματα όπου ήκουσεν ο Απόστολος Παύλος.

Και ποία είναι τα αγαθά, α οφθαλμός ουκ είδε,
και ους ουκ ήκουσε, και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη.

Και ποία είναι η βασιλεία του Θεού και τι λογής ενεργείται εις ημάς.

      Επειδή ο Δεσπότης των απάντων Χριστός κάθε ημέραν μας διδάσκει δια μέσου των ιερών Ευαγγελίων∙ και άλλα λέγει σκεπαστά, και σκοτεινά, δια να μη τα καταλαμβάνουν οι πολλοί, όταν ομιλή με παραβολαίς• και άλλα πάλιν εξηγεί κατ' ιδίαν εις μοναχούς τους μαθητάς του, λέγων. «Υμίν δέδοται γνώναι τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού, τοις δε λοιποίς εν παραβολαίς». Και άλλοτε πάλιν τα λέγει παρρησία εις όλους μας φανερά, καθώς του είπαν οι Απόστολοι, «ίδε, φησί, παρρησία λαλείς, και παροιμίαν ουδεμίαν λέγεις». Δια του χρεία είναι να ζήσωμεν, και να μάθωμεν, ποια είναι τα λόγια του Κυρίου όπου εδίδασκε παρρησία, και φανερά, και ποια είναι εκείνα όπου εδίδασκε σκοτεινά, και με παραβολαίς. Εκείνα όπου επαράγγελλε φανερά είναι αυτά. «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών∙ καλώς ποιείτε τους μισούντας υμάς• μακάριοι οι κλαίοντες, και ούαι οι γελώντες• και μετανοείτε, ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών. Και πάλιν• ο θέλων σώσαι την ψυχήν αυτού, απολέσει αυτήν, και ο απολέσας την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού, εις ζωήν αιώνιον ευρήσει αυτήν και ος τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν, και αράτω το σταυρόν αυτού, και ακολουθείτω μοι».

Και άλλα πολλά παρόμοια όπου είπεν ο Ιησούς Χριστός, όχι σκοτεινά, και με παραβολαίς, αλλά φανερά, και χωρίς να έχουν κανένα απόκρυφον νόημα∙ εκείνα δε πάλιν όπου είπε με παραβολαίς• είναι αυτά. «Η βασιλεία των ουρανών ομοία έστι κόκκω συνάπεως, ον λαβών άνθρωπος έβαλεν εις κήπον αυτού, και αυξηθέν, εγένετο εις δένδρον μέγα∙ και πάλιν ομοία έστιν η βασιλεία των ουρανών, ανθρώπω ζητούντι καλούς μαργαρίτας• και πάλιν ομοία έστιν η βασιλεία των ουρανών ζύμη, την λαβούσα γυνή, έκρυψεν εις αλεύρου σάτα τρία, έως ου εζυμώθη όλον».
Αυτά και άλλα περισσότερα από αυτά, τα λέγει τοιουτωτρόπως ο Κύριος, και παρομοιάζει με τέτοια την βασιλείαν των ουρανών, και τα ονομάζει παραβολάς• και επί αυτά στοχάσου, παρακαλώ, την μεγάλην σοφίαν του Θεού, πως με τέτοια αισθητά παραδείγματα όπου φαίνονται εις ημάς παραμικρά, μας εικονίζει, και ωσάν ένας ζωγράφος σχεδιάζει εις τον νουν μας τα ακατανόητα, και ακατάληπτα∙ και τούτο το κάμνει με σκοπόν τοιούτον, δια να μείνουν οι άπιστοι τυφλοί, και υστερημένοι από τα τοιαύτα απόρρητα αγαθά, επειδή έγιναν ανάξιοι των τοιούτων δια την απιστίαν τους∙ και οι πιστοί πάλιν όπου ακούουν, και δέχονται με πληροφορίαν τον λόγον των παραβολών, να ιδούν την αλήθειαν, και να γνωρίσουν φανερά εις τον εαυτόν τους αυτήν την έκβασιν των πραγμάτων επειδή η παραβολαίς είναι εικόνες των πραγμάτων όπου γίνονται∙ και πως η παραβολαίς είναι εικόνες των πραγμάτων, άκουε.

Ο κόκκος του συνάπεως είναι το Άγιον Πνεύμα, (το οποίον είναι και βασιλεία ουρανών) και άνθρωπος είναι ο κάθε πιστός χριστιανός όπου θέλει να λάβη τον κόκκον αυτόν δια μέσου της εργασίας των εντολών και κήπος είναι η καρδία του κάθε πιστού, μέσα, εις την οποίαν βάνομεν αυτόν τον ένα κόκκον, (ένα δε κόκκον είπε, και όχι πολλούς, επειδή εκείνο όπου είναι φυσικά άτμητον, και αδιαίρετον, δεν ημπορεί ποτέ να διαιρεθή εις πολλά, αμή είναι ένα) και όταν φυλάττωμεν τον εαυτόν μας με κάθε προσοχήν, και φύλαξιν, φυτρώνει ο κόκκος, και όταν φυτρώση φαίνεται, και άφ' ου αυξηθή, και μεγαλώση, γνωρίζεται από εκείνους, εις τους οποίους εφύτρωσε∙ και άφ' ου γένη ωσάν δένδρον, και κάμη κλάδους πολλούς προξενεί χαράν ανεκλάλητον εις εκείνον όπου τον απέκτησε. Λοιπόν καθώς ο κήπος χωρίς τον σπόρον, δεν βλαστάνει κανένα χρήσιμον χόρτον, πάρεξ άκανθας μόνον, και άγρια χόρτα∙ και ο σπόρος πάλιν αν δεν σπαρθή εις κήπον, δεν βλαστάνει, μήτε καρποφορεί, αμή μένει μοναχός, καθώς είναι.
Τοιουτωτρόπως βεβαιότατα και η ψυχαίς μας εάν δεν δεχθούν τον θείον σπόρον μένουν άκαρπαις, και γεμίζουν ακάνθια, ήγουν αμαρτίαις. Επειδή ο θείος σπόρος, προ του να βαλθή μέσα εις τας ψυχάς μας, μένει καθώς είναι όλος Θεός, και ούτε αύξησιν, ούτε ελάττωσιν επιδέχεται παντελώς, και ούτε φυτρώνει τελείως εις ημάς, ούτε αυξάνει. Διατί πως είναι δυνατόν εκείνος ο θείος σπόρος όπου δεν εσπάρθη εις την καρδίαν μας, μήτε ενώθη με ημάς, αμή είναι χωρισμένος από ημάς, καθώς είναι χωρισμένος από τον κήπον και ο σπόρος όπου δεν εσπάρθη εις αυτόν;
Πως είναι, λέγω δυνατόν να αυξήση εις ημάς; καθώς αυξάνει εις εκείνους όπου είναι σπαρμένος μέσα εις την καρδίαν τους, και ενωμένος με αυτούς; όχι δεν είναι δυνατόν καθώς ουδέ η φωτιά ανάπτει τα ξύλα, αν ίσως δεν εγγίση εις αυτά∙ ουδέ πάλιν τα ξύλα ανάπτονται, αν δεν ανταμωθούν με την φωτιάν πραγματικώς. Καθώς λοιπόν τα λόγια των ιερών Ευαγγελίων, άλλα λέγονται εις ημάς σκοτεινά, και με παραβολαίς, και άλλα πάλιν λέγονται παρρησία και φανερά, τοιουτωτρόπως και τα λόγια των Αποστόλων δεν λέγονται όλα εις ημάς φανερά, και χωρίς σκέπασμα∙ αμή μερικά από αυτά χρειάζονται πολλήν εξέτασιν, και εξήγησιν, επειδή έχουν βάθος απόκρυφον νοημάτων. Και αν σας φαίνεται εύλογον, ας φέρωμεν εις το μέσον ένα ρητόν του Αποστόλου δια να το θεωρήσωμεν, και θέλει ίδουμεν ποία είναι τα βάθη του Πνεύματος∙ επειδή κατά τον θείον λόγον, το Άγιον Πνεύμα τα πάντα ερευνά, και τα βάθη του Θεού. Και ποίον είναι το ρητόν οπού έχομεν να θεωρήσωμεν; Τα άρρητα ρήματα όπου ήκουσεν ο θείος Παύλος, όταν αρπάχθη έως εις τον τρίτον ουρανόν.

ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΛΟΓΟΣ 80ος


ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
ΛΟΓΟΣ ΟΓΔΟΗΚΟΣΤΟΣ

α'. Ποία είναι η αληθινή γνώσις˙ και ότι η γνώσις του Θεού δεν προξενείται εις τους ενάρετους από μάθησιν, αμή από καθαριότητα ψυχής, και από την θείαν χάριν.
β'. Ότι κακόν πράγμα είναι η κατάκρισις.
γ'. Και έλεγχος εκείνων όπου νομίζουν, πως ιξεύρουν τα μυστήρια του Πνεύματος, χωρίς να έχουν την χάριν του Πνεύματος.
δ'. Περί της αγιωσύνης του Πνεύματος.
ε'. Τι λογής αγαθόν είναι η πίστης, ποίος είναι ο καρπός της, και πως αυξάνει,
ς'. Ότι εκείνοι όπου έχουν τον θησαυρόν του Πνεύματος μέσα τους, τον γνωρίζουν όταν είναι και εις άλλους˙ και ποια είναι τα σημεία των Αγίων.
ζ'. Και ότι εκείνος όπου δεν γεννηθή άνωθεν, δεν δύναται να ιδή τον Θεόν, ουδέ, να γνωρίση εκείνον όπου έφθασεν εις τούτο δια του Πνεύματος.

α' Τώρα είναι αρμόδιος καιρός να ειπώ και εγώ μαζή με τον Προφήτην Δαβίδ. «Κύριος εκ του ουρανού διέκυψεν επί τους Υιούς των ανθρώπων, του ιδείν ει έστι συνιών, η εκζητών τον Θεόν, πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν ουκ εστί ποιών χρηστότητα, ουκ εστίν έως ενός». Διατί που σοφός; που γραμματεύς; που συζητητής του αιώνος τούτου; ουχί εμώρανεν ο Θεός την σοφίαν του κόσμου τού­του, με το να μη δύναται τινάς δια μέσου αυτής να γνωρίσει την αληθινήν σοφίαν, τον όντως όντα Θεόν; Διατί ανίσως, αδελφοί, έμελλε να μας δίδεται η επίγνωσις της αληθινής σοφίας, και της γνώσεως του Θεού με τα γράμματα, και με την μάθησιν, και με την έξω σοφίαν, τι εχρειάζετο πλέον η πίστις; ή το θείον βάπτισμα; ή η κοινωνία των αχράντων Μυστηρίων; δεν εχρειάζετο βέβαια. Μα επειδή δια της έξω σοφίας ουκ έγνω ο κόσμος τον Θεόν, ηυδόκησεν ο Θεός δια της μωρίας του κηρύγματος, σώσαι τους πιστεύοντας. Και τούτο το λέγει ο θείος Παύλος. Εγώ όμως δίκαιον έχω να θρη­νήσω, και να κλαύσω δια την σύντριψιν των ε­δικών μου μελών, ήγουν των σαρκικών, και Πνευματικών μου αδελφών. Ότι ημείς όπου ενδυθήκαμεν τον Χριστόν δια μέσου του θείου Βαπτίσματος, με το να μη στοχαζώμεθα δια τίποτε τα Μυστή­ρια του Χριστού, λογιάζομεν πως λαμβάνομεν την επίγνωσιν της αληθείας του Θεού δια μέσου της έξω σοφίας, και με την ανάγνωσιν μοναχά των θεοπνεύστων συγγραμμάτων των Αγίων όπου κάμνομεν, νομίζομεν πως καταλαμβάνομεν και την Ορθοδοξίαν, και πως έχομεν ακριβή, και βεβαίαν είδησιν της Αγίας Τριάδος. Και όχι μόνον τούτο, αμή και οι πλέον σεμνότεροι από τους άλλους, λογιάζουν ανοήτως, πως εκείνα τα νοήματα όπου πλάττουν μέσα εις τον νουν τους, είναι η θεωρία όπου γίνεται εις τους άξιους δια της ελλάμψεως μόνον του Παναγίου Πνεύμα­τος, (αλλοίμονον εις την μωρίαν τους, και εις την τύφλωσίν τους)

ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΛΟΓΟΣ ΟΓΔΟΗΚΟΣΤΟΣ A.



ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
ΛΟΓΟΣ ΟΓΔΟΗΚΟΣΤΟΣ A.
 (Απόσπασμα)

α. Περί Πνευματικής εργασίας
β. Ποία ήτον η εργασία των παλαιών Αγίων.
γ. Και πως δυνάμεθα και ημείς να κατορθώσωμεν αυτήν.

Επειδή μερικοί άνθρωποι έχουν μεγάλην υπόληψιν δια τον εαυτόν τους, (όπου άμποτε να μην την είχαν) και νομί­ζουν πως είναι παρόμοιοι με τους παλαιούς Αγίους και θεοφόρους Πατέρας ημών κατά την γνώσιν, και πράξιν και τελειότητα, και πως έ­χουν την ιδίαν χάριν του Αγίου Πνεύματος ό­που είχαν και εκείνοι, και συσταίνουν τον εαυ­τόν τους με λόγια μοναχά χωρίς έργα, με το να επλανήθησαν από το πνεύμα της οιήσεως και της κενοδοξίας· έκρινα εύλογον να ειπώ εις αυτούς ολίγα τινά με απλότητα, δια την εντολήν του Θεού όπου είπε, και συ στραφείς, διόρθωσαι τους αδελφούς σου, και δια την κοινήν αγάπην όπου μας προστάζει ό Χριστός να έχωμεν προς τους πλησίον μας. Θέλεις, αδελφέ, να ακούσης τι έκαμναν οι Άγιοι, και θεοφόροι Πατέρες ημών, όταν εκάθηντο μέσα εις τα κελλειά τους ; διάβασε τους βίους τους, και μά­θε συ πρώτον την σωματικήν τους εργασίαν, και τότε θέλει σου φανερώσω και εγώ την Πνευματικήν εργασίαν όπου έκαμναν˙ διατί εκείνοι όπου έγραψαν τους βίους των, εφανέρωσαν τα σωματικά έργα τους, ήγουν την ακτημοσύνην, την νηστείαν, την εγκράτειαν, την υπομονήν, και τα λοιπά, δια να μη τα λέγω όλα, και μα­κρύνω τον λόγον˙ την δε Πνευματικήν τους ερ­γασίαν την εφανέρωσαν, δια μέσου των σωμα­τικών τους έργων ολίγον τι, και ωσάν μέσα εις καθρέπτην, δια να γνωρίσουν, και να μά­θουν τα Πνευματικά τους χαρίσματα, και να μεθέξουν από αυτά εκείνοι μόνον όπου δείχνουν τους κόπους, και την πίστιν εκείνων με αυτά τα έργα, και αγωνίζονται ωσάν εκείνους˙ οι δε λοιποί όπου δεν κάμνουν τους αγώνας εκείνων, να μην ακούσουν τίποτε δια τα Πνευματικά τους έργα. Όμως επειδή εκαταντήσαμεν εις τόσην μωρίαν, ώστε να νομίζωμεν, πως έχομεν και ημείς την ομοίαν χάριν του Πνεύματος όπου είχαν οι παλαιοί, χωρίς να κάμωμεν τα έργα όπου έκαμαν εκείνοι˙ ας εξετάσωμεν την υπόθεσιν, και άφ' ου πληροφορηθούμεν από τα μαρ­τυρημένα πράγματα, ας αγωνισθούμεν πλέον δια να ακολουθήσωμεν εκείνους, και εάν δεν δυνηθούμεν να τους φθάσωμεν.

ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΛΟΓΟΣ 12ος


ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
ΛΟΓΟΣ ΔΕΚΑΤΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
  • Ότι εκείνος όπου μετανοεί δια τα αμαρτήματά του, δεν ωφελείται τίποτε, ανίσως δεν ζητήση από τον Χριστόν να λάβη, και την ιατρείαν της ασθε­νείας του, δια την οποίαν αμαρτάνει.
  • Και ότι όσα κάμνει κάθε άνθρωπος εις την παρούσαν ζωήν, ανίσως δεν συμ­βάλλουν εις την υγείαν της ψυχής του είναι μάταια. Και πως η αμαρτία γίνεται με το θέλημά μας, και χωρίς το θέλημά μας.

    Καλόν πράγμα είναι, το να κλαίη τι­νάς, και να λυπήται, και να παρακαλή τον Θεόν δια τα αμαρτήματά του, και να ζητή συγχώρησιν δια αυτά. Όμως δεν θέλει ωφεληθή τίποτε από αυτά, ανίσως δεν ιατρεύση ο Χριστός τας ασθενείας του, δια τας οποίας αμαρτάνει, και χωρίς να θέλη. Και ανίσως δεν ιατρευθή από αυτάς, δεν είναι δυνατόν να μην αμαρτάνη. Όθεν κάθε ένας όπου μετανοεί, εις τούτο πρέπει να αγωνίζεται, εις το να ιατρευθή από τον Χριστόν και να αγιασθή, και να δυναμωθή, δια να γένη επιτήδειος να κάμνη το θέ­λημα του Θεού, και τας εντολάς του. Διατί ε­κείνος, όπου προ του να ιατρευθή από τον Χρι­στόν, πότε κάνει αμαρτίας, βιαζόμενος από την ασθένειάν του, και πότε πάλιν, με στενοχωρίαν πολλήν του εαυτού του, κάμνει καμμίαν εντολήν του Χριστού, τι ωφέλησεν; όμοιος είναι ο τοι­ούτος με εκείνον όπου κτίζει, και κρεμνίζει πά­λιν εκείνα όπου κτίζει.
   Δια τούτο ανάγκη είναι να ιατρευθή η ασθένειά μας από τον Χριστόν, όπου ήλθεν εις την γην μόνος ιατρός αληθινός, δια να ιατρεύση τας ασθενείας μας, δια τας οποίας αμαρτάνομεν. Ότι ούτος εστίν ο Αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου. Η οποία είναι η ασθένεια της φθαρτής φύσεως η­μών. Διατί, αφ' ου παρέβη ο Αδάμ την εντολήν του Θεού, και εξωρίσθη από τον παράδεισον, κάθε άνθρωπος έγινεν άρρωστος, και ασθενής.
Και αι ασθένειαι αύται με το να ευρίσκωνται ανάμεσα εις την φύσιν, και προαίρεσίν μας, είναι παράδο­ξοι, διατί πότε φαίνονται πως είναι της φύσεως, και πότε της προαιρέσεως. Και η ασθενείαις όπου λέγω είναι ετούταις. Κάθε άνθρωπος ασθενεί, και δεν δύναται να έχη αγάπην καθαράν. Δεν δύνα­ται να μη φθονή, να μην υβρίζη, να μη κατη­γορή να μη καταφρονή, να μη περιπαίζη, να μη λέγη ψεύματα, να μη θυμώνεται, να μην επιθυμή τα καλά του κόσμου τούτου όπου βλέπει, να μη κενοδοξή, να μη πλεονεκτή, να μη θέλη να είναι πλέον φρονιμώτερος, ή σοφώτερος, ή ανδρειότερος, ή ενδοξότερος, ή τιμιώτερος από εκείνους όπου είναι όμοιοί του, και από όλους τους άλλους. Ή ασθενεί, και δεν ημπορεί να συγχωρή εκείνον όπου του πταίει εις κανένα πράγμα. Ή δεν δύναται να ευσπλαγχνίζεται, να δίδη ελεημοσύνην, να ευχαριστή πάντοτε τον Θεόν, να απέχη από κάθε κακόν, και να κάμνη κάθε καλόν. Ώστε όπου φαίνεται καθώς είπαμεν, πως άλλοτε μεν ασθενεί δια την δύναμιν της αυτεξουσίου προαιρέσεως· άλλοτε δε πάλιν ασθενεί δια την δυναστείαν της φύσεως.